- υφηγεμών
- και δωρ. τ. ὑφαγεμών, -όνος, ὁ, Α [ὑφηγοῡμαι]οδηγός («ἃ... κοινὸν Ἔρωτα νέων θρέψειν ὑφαγεμόνα», Ανθ. Παλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑφηγεμόνα — ὑφηγεμών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφηγεμόνας — ὑφηγεμών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)